- εικοσ(ι)πεντάρης
- -α, -ικο που έχει ηλικία είκοσι πέντε ετών (πρβλ. σαρανταπεντάρης, εξηνταπεντάρης κτλ.), εικοσ(ι)πεντάχρονος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.